- χαλικώνω
- μετ. покрывать щебнем, гравием
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλικώνω — Ν [χαλίκι] επιστρώνω επιφάνεια με χαλίκια … Dictionary of Greek
χαλικώνω — χαλίκωσα, χαλικώθηκα, χαλικωμένος, επιστρώνω δάπεδο ή επιφάνεια εδάφους με χαλίκια: Χαλικώνουν το δρόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλίκωση — η, Ν 1. επίστρωση επιφάνειας με χαλίκια 2. ιατρ. είδος πνευμονοκονίασης, επαγγελματική νόσος τών πνευμόνων που προκαλείται από την εισπνοή μεγάλης ποσότητας σκόνης ασβεστίου ή πυριτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλικώνω. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι… … Dictionary of Greek
χαλικωτός — ή, ό, Ν [χαλικώνω] χαλικόστρωτος … Dictionary of Greek
χαλίκωμα — το, ατος η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαλικώνω, η επίστρωση εδάφους με χαλίκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)